ζω

ζω
έζησα
1. βρίσκομαι στη ζωή: Ζούσε ο παππούς μου, όταν γεννήθηκα εγώ.
2. έχω την ικανότητα να διατηρηθώ στη ζωή: Στη στεριά δε ζει το ψάρι. – Τα λιοντάρια ζουν στις θερμές χώρες.
3. συντηρώ κάποιον ή συντηρούμαι: Δεν μπορεί να ζήσει τα παιδιά του. – Ζει με την τέχνη του.
4. περνώ τη ζωή μου: Ζει φτωχικά.
5. διαμένω: Ζει σε χωριό.
6. δοκιμάζω μια εμπειρία: Έζησε το θάνατο του γιου του. – Έζησα τα μεγάλα γεγονότα που ακολούθησαν τον α’ παγκόσμιο πόλεμο.
7. εφαρμόζω κάποια αρχή στη ζωή μου: Ζω τα μεγάλα διδάγματα του χριστιανισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”